- αλφηστικός
- ἀλφηστικός, ο (Α) [ἀλφηστής]1. ο αλφηστής2. ο ένας πίσω από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλφηστικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλφηστικόν — ἀλφηστικός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… … Dictionary of Greek